- μεναίχμης
- μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)1. αυτός που αντέχει στη μάχη2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- τού μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτερ-αίχμης, φυγ-αίχμης].
Dictionary of Greek. 2013.